- ραβασάκι
- ραβάσι τό любовное письмо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραβασάκι — το (λ. σλαβ.), ερωτική επιστολή: Τέλειωνε το γυμνάσιο, όταν έγραψε το πρώτο ραβασάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραβασάκι — και ραβάσι, το, Ν σύντομη ερωτική επιστολή που δίνεται ή στέλνεται κρυφά στον αγαπημένο ή στην αγαπημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μσν. ραβάσιν* «ξύλο για μέτρημα, για λογαριασμό»] … Dictionary of Greek
τσακιστός — ή, ό 1. χτυπημένος, σπασμένος, κοπανιστός: Τσακιστές ελιές. 2. διπλωμένος, διπλωτός: Τσακιστό ραβασάκι. 3. το θηλ. ως ουσ., τσακιστή, α. ο ποδόδεσμος στα πλοία, το δέσιμο της σκότας. β. ασήμαντο κέρδος, τίποτε: Δεν έχω (δεκάρα) τσακιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)